- ταμπάκος
- και λόγιος τ. ταμβάκος, ο, και ως ουδ. ταμπάκο, το, Ν1. είδος σκόνης που παρασκευάζεται με ειδικό τρόπο από φύλλα καπνού και εισπνέεται από τη μύτη2. (κατ' επέκτ.) λεπτοκομμένος καπνός που χρησιμοποιείται στην κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων με τη συστροφή τών τσιγαρόχαρτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. tobaco, φυτό, τα φύλλα τού οποίου σε μορφή ρολού κάπνιζαν οι Ινδιάνοι στα νησιά Αντίλλες την εποχή τού Κολόμβου].
Dictionary of Greek. 2013.