ταμπάκος

ταμπάκος
και λόγιος τ. ταμβάκος, ο, και ως ουδ. ταμπάκο, το, Ν
1. είδος σκόνης που παρασκευάζεται με ειδικό τρόπο από φύλλα καπνού και εισπνέεται από τη μύτη
2. (κατ' επέκτ.) λεπτοκομμένος καπνός που χρησιμοποιείται στην κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων με τη συστροφή τών τσιγαρόχαρτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. tobaco, φυτό, τα φύλλα τού οποίου σε μορφή ρολού κάπνιζαν οι Ινδιάνοι στα νησιά Αντίλλες την εποχή τού Κολόμβου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταμπάκος — ο (λ. ισπαν.) 1. σκόνη φύλλων καπνού που τη ρουφούν με τη μύτη: Ρούφηξε μια πρέζα ταμπάκο. 2. λεπτοκομμένος καπνός για το στρίψιμο τσιγάρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dimosthenis Tampakos — Country represented Greece Born November 12, 1976 (1976 11 12) (age 35) Thessaloniki Discipline Men s artistic gymnastics …   Wikipedia

  • Dimosthenis Tambakos — Medaillenspiegel Turnen Griechenland  Griechenland Olympische Sommerspiele Silber 2000 Sydney …   Deutsch Wikipedia

  • Dimosthenis Tampakos — Medaillenspiegel Turnen  Griechenland Olympische Sommerspiele Silber 2000 Sydney Ri …   Deutsch Wikipedia

  • Tambakos — Medaillenspiegel Turnen  Griechenland Olympische Sommerspiele Silber 2000 Sydney R …   Deutsch Wikipedia

  • Dimosthenis Tampakos — Dimosthénis Tampákos Dimosthénis Tampákos …   Wikipédia en Français

  • Dimosthénis Tampákos — Pas d image ? Cliquez ici Contexte général …   Wikipédia en Français

  • εγγλέζικος — η, ο 1. αγγλικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Εγγλέζικα η αγγλική γλώσσα 3. φρ. «εγγλέζικος ταμπάκος» πολύ ενοχλητικός άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • ταμβάκος — ο, Ν βλ. ταμπάκος …   Dictionary of Greek

  • ταμβακισμός — ο, Ν δηλητηρίαση που οφείλεται στο κάπνισμα ταμπάκου, καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμβάκος / ταμπάκος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”